- ντινάρ
- Παλαιό χρυσό αραβικό νόμισμα, βασικό, μαζί με το ντιράμ, του μουσουλμανικού νομισματικού συστήματος. Ζύγιζε περίπου 4,25 γρ. και κοβόταν έως τα μέσα του 7ου αι. μ.Χ., αρχικά με απομιμήσεις βυζαντινών παραστάσεων και από τα τέλη του αιώνα μόνο με επιγραφές από το Κοράνιο, το έτος της κοπής και το όνομα του νομισματοκοπείου. Το νόμισμα αυτό είχε μεγάλη κυκλοφορία κατά τους πρώτους αιώνες του Μεσαίωνα σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και στην Ευρώπη. Η ονομασία προέρχεται από το βυζαντινό δηνάριον.
Dictionary of Greek. 2013.